φρονηματίας

φρονηματίας
φρον-ημᾰτίας, ου, ,
A self-confident, high-spirited, Arist.Pol.1313a40, Longin.9.4;

φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.Ages.1.24

; of a horse, Poll.1.195.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρονηματίας — φρονηματίᾱς , φρονηματίας self confident masc acc pl φρονηματίᾱς , φρονηματίας self confident masc nom sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίᾱς , φρονηματίης masc acc pl φρονηματίᾱς , φρονηματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματίας — ο, ΝΜΑ αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος αρχ. 1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής 2. ατίθασο, ζωηρό άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, ήματος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • φρονηματιῶν — φρονηματίας self confident masc gen pl φρονηματίης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματίαν — φρονηματίᾱν , φρονηματίας self confident masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίας self confident masc acc sg φρονηματίᾱν , φρονηματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματίᾳ — φρονηματίαι , φρονηματίας self confident masc nom/voc pl φρονηματίᾱͅ , φρονηματίας self confident masc dat sg (attic doric aeolic) φρονηματίαι , φρονηματίης masc nom/voc pl φρονηματίᾱͅ , φρονηματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματώδης — ῶδες, Α [φρόνημα, ήματος] 1. φρονηματίας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρονηματῶδες αλαζονεία, έπαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”